ανεξασφάλιστος

ανεξασφάλιστος
ekmeğini eline almamış, hayatını kazanmamış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεξασφάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει εξασφαλιστεί 2.αυτός που δεν έχει για εγγύηση περιουσιακά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 από τον νομικό και πολιτικό Θεόδωρο Φλογαΐτη στο περιοδικό σύγγραμμα Βύρων] …   Dictionary of Greek

  • ανεξασφάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξασφαλίστηκε ή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί: Έτσι όμως θα μενε ανεξασφάλιστη η κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”